λυκοκαρίς

λυκοκαρίς
λυκοκαρίς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος ροφήματος ή κρασιού που περιείχε χοντροαλεσμένο κριθάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”